- ἤστραπτεν
- ἀστράπτωlightenimperf ind act 3rd sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αστράφτω — (AM ἀστράπτω) 1. απρόσ. αστράφτει φαίνεται αστραπή στον ουρανό 2. (προσ.) ρίχνω αστραπές, αστραποβολώ («αυτός π αστράφτει και βροντά και συννεφιά και βρέχει», «Οὐλύμπιος ἤστραπτεν, ἐβρόντα», Αριστοφ.) 3. λάμπω σαν αστραπή («αστράφτει το σπίτι… … Dictionary of Greek
ολύμπιος — α, ο (Α ὀλύμπιος και ιων. τ. οὐλύμπιος, ον) [Όλυμπος] 1. αυτός που αναφέρεται στον Όλυμπο ή στους θεούς τού Ολύμπου 2. (το αρσ.) προσωνυμία τού Διός («Ζεὺς πατὴρ ὀλύμπιος», Σοφ.) νεοελλ. 1. μτφ. αυτός που έχει επιβλητικότητα, θεϊκή αταραξία και… … Dictionary of Greek
συγκυκώ — άω, Α 1. αναμιγνύω κάτι με κάτι άλλο, ανακατεύω 2. δημιουργώ κυκεώνα 3. προκαλώ σύγχυση, κάνω κάτι άνω κάτω, συνταράσσω («ἤστραπτεν, ἐβρόντα, ξυνεκύκα τὴν Ἑλλάδα», Αριστοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + κυκῶ «αναμιγνύω, αναταράσσω»] … Dictionary of Greek